- ὀθόναι
- ὀθόνηfine linenfem nom/voc plὀθόνᾱͅ , ὀθόνηfine linenfem dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
LINTEA — quasi linea, ex lino, Gr. ὀθόναι, in omni vita usui sunt multiplici. Et quidem infanti adhuc a matre rubenti substerni linteamen album consuevisse, quo, donec ablutus sit, involvatur. Iul. Capitolin. in Albino, Filius mihi natus est ita candidus … Hofmann J. Lexicon universale
οθόνη — Λευκή επιφάνεια από ύφασμα, καουτσούκ ή από κάποιο πλαστικό υλικό, που χρησιμεύει για την προβολή επάνω της φωτογραφικών ή κινηματογραφικών εικόνων. Οι διαφανείς ο. από αποστιλβωμένο γυαλί ή από πλαστικό υλικό, χρησιμοποιούνται όταν η συσκευή… … Dictionary of Greek